νευρασθενικός

Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νευρασθένεια
2. (ως επίθ. και ως ουσ.) (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από νευρασθένεια, ο νευρασθενής.
επίρρ...
νευρασθενικώς και -ά
με νευρασθενικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρασθενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].