νησοειδής

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ές,

   A like an island, Str.3.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

νησοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς νῆσον, Στράβ. 139.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ressemble à une île.
Étymologie: νῆσος, εἶδος.

Greek Monolingual

νησοειδής, -ές (Α) νήσος
αυτός που μοιάζει με νησί («τῷ δ' ὕψει μέγα καὶ ὄρθιον ὥστε πόρρωθεν νησοειδὲς φαίνεσθαι», Στράθ.).