και τομάτα, ηβοτ.1. κοινή ονομασία του φυτού σολανόν το λυκοπερσικόν, η ντοματιά2. κοινή ονομασία του καρπού του παραπάνω φυτού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tomata < ισπ. tomata < tomatl της ινδιάνικης γλώσσας Nahuatl].