ξυλαέριο
Greek Monolingual
το
χημ. αέριο πλούσιο σε μονοξείδιο και διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο παράγεται κατά την ξηρά απόσταξη τών ξύλων, αποτελεί παραπροϊόν της παρασκευής τών ξυλανθράκων και χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη στους τόπους της παραγωγής του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξένου όρου, πρβλ. γαλλ. gaz de bois].