ξυλοδωνίη

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

(leg. -δομίη) · τεκτοσύνη, ναυπήγησις, κωπηλασία, κυβέρνησις, Hsch.

Greek Monolingual

ξυλοδωνίη και δ. γρφ. ξυλοδομίη, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τεκτοσύνη, ναυπήγησις, κωπηλασία, κυβέρνησις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + δέμω / δωμῶ].