ξυλοδωνίη

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοδωνίη Medium diacritics: ξυλοδωνίη Low diacritics: ξυλοδωνίη Capitals: ΞΥΛΟΔΩΝΙΗ
Transliteration A: xylodōníē Transliteration B: xylodōniē Transliteration C: ksylodonii Beta Code: culodwni/h

English (LSJ)

(leg. ξυλοδομίητεκτοσύνη, ναυπήγησις, κωπηλασία, κυβέρνησις, Hsch.

Greek Monolingual

ξυλοδωνίη και δ. γρφ. ξυλοδομίη, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τεκτοσύνη, ναυπήγησις, κωπηλασία, κυβέρνησις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + δέμω / δωμῶ].