οῦ, ὁ, = foreg., Hsch.
[Seite 280] ὁ, das Degengehenk, VLL.
ξιφιστής: ὁ, = ξιφιστήρ, «ξιφιστής, φορεύς, τελαμὼν» Ἡσύχ.
ο (Α ξιφιστής) ξιφίζωνεοελλ.1. επιδέξιος χειριστής του ξίφους2. δάσκαλος της ξιφασκίαςαρχ.ζωστήρας ξίφους.