χειριστής
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
χειριστοῦ, ὁ, manager, administrator, PHib.1.74 (iii B.C.), PCair.Zen.737.15 (iii B.C.), Plb.3.4.13, 98.8, al., Cat.Cod.Astr.2.193; ἀλλοτρίων Vett. Val.10.14, al.; οἱ διὰ τῶν οἰκονόμων χ., Ἑλληνικά 7.179 (Chalcis, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1345] ὁ, der unter den Händen hat, handhabt, verwaltet, τοῦ πράγμα τος Pol. 3, 98, 8. 5, 26, 5.
Russian (Dvoretsky)
χειριστής: οῦ ὁ руководитель, заведующий (τοῦ πράγματος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
χειριστής: ὁ, διαχειριστής, διοικητής, Πολύβ. 3. 4, 13., 98, 8, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και τ. θηλ. χειρίστρια Ν χειρίζω / -ομαι]
νεοελλ.
1. αυτός που χειρίζεται, επιβλέπει και κατευθύνει τη λειτουργία οργάνου ή μηχανήματος («χειριστής γερανού»)
2. τηλεγραφητής
3. παρασκευαστής χημικού εργαστηρίου
4. ναυτ. ναυτικός στην κατώτερη βαθμίδα του κλάδου του προσωπικού μηχανής πλοίου
5. βιολ. το ένα από τα κύρια συστατικά του υπερονίου, το οποίο δρα ως διακόπτης και ελέγχει τη λειτουργία τών δομικών γονιδίων, αλλ. γονίδιο-χειριστής
6. φρ. α) «χειριστής του κλείστρου»
στρ. στρατιώτης αρμόδιος να ανοίγει και να κλείνει το κλείστρο κατά τη βολή του πυροβόλου
β) «χειριστής του ρυθμιστήρα»
στρ. στρατιώτης που ρυθμίζει τον πυροσωλήνα τών οβίδων
αρχ.
αυτός που διαχειρίζεται κάτι («ἀλλ' ὧν μὲν συνεργός, ὧν δὲ καὶ χειριστὴς γεγονέ ναι», Πολ.).