ξυλοδεσία

Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ξυλοδεσιά, η
1. η απλή και στερεή σύνδεση τών τεμαχίων τών ξύλων στις διάφορες κατασκευές από ξύλο
2. το σύνολο ξύλινης κατασκευής
3. ξύλινος σκελετός οικοδομής που αποτελείται από δοκάρια και υποστυλώματα κατάλληλα συνδεδεμένα μεταξύ τους, ώστε να εξασφαλίζεται η πληρέστερη αντοχή της όλης δομής, αλλ. ξυλόδεμα.