μουσικότητα

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του μουσικού, του ευχάριστου στην ακοή, μελωδικότητα
2. η μουσική αντίληψη
3. η αρμονικότητα σε κάθε καλλιτεχνική εκδήλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουσικός. Η λ., στον λόγιο τ. μουσικότης, μαρτυρείται από το 1879 στον Χρυσοσθ. Βαλασσίδη].