αρμονικότητα

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

Greek Monolingual

η και (-ότης)
1. η ιδιότητα του αρμονικού
2. το να έχει κάτι σχέση αρμονίας προς τον εαυτό του ή προς άλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρμονικός. Ο όρος αρμονικότης μαρτυρείται στον Ν. Σαλτέλη].