μοχθίζω

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

   A = μοχθέω, περὶ χρήμασι μ. toil for money, Pi.Fr.123.6; ἕλκεϊ μοχθίζοντα . . ὕδρου suffering from the wound... Il.2.723; δαίμονι δειλῷ μ. Thgn.164; φθειρσὶ μ. Archil.137; ἐτώσια μ. Theoc.1.38, 7.48; μόχθους μ. Mosch.4.44: abs., Orph.A. 1071.

German (Pape)

[Seite 212] = μοχθέω; ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ, an schlimmer Wunde leiden, Il. 2, 723; μοχθίζει περὶ χρήμασι, Pind. frg. 88, 2; δαίμονι δειλῷ, mit Unglück zu kämpfen haben, Theogn. 164; auch sp. D., wie Theocr., 38.

Greek (Liddell-Scott)

μοχθίζω: μοχθέω, μ. περὶ χρήμασι Πινδ. Ἀποσπ. 88· ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ ὀλοόφρονος ὕδρου, ταλαιπωρούμενον ἐκ τοῦ δήγματος τοῦ ὀλεθρίου ὕδρου, Ἰλ. Β. 723· μ. δαίμονι φαύλῳ Θέογν. 164· φθειρσὶ μ. Ἀρχίλ. 125· ἐτώσια μ. Θεόκρ. 1. 38., 7. 48· μόχθους μ. Μόσχ. 4. 44.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
souffrir : τινί ou τι de qch.
Étymologie: μόχθος.

English (Autenrieth)

= μοχθέω, Il. 2.723†.

English (Slater)

μοχθίζω
   1 labour περὶ χρήμασι μοχθίζει βιαίως (sc. the ambitious man) fr. 123. 7.

Greek Monolingual

μοχθίζω (Α) μόχθος
υφίσταμαι μόχθους, κόπους, υποφέρω.