μπακαλιάρος

Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. το ψάρι γάδος και, ιδίως ο αλίπαστος, αλλ. βακαλάος
2. ο ιχθύς μερλούκιος ο κοινός
3. ναυτ. ισχυρή δοκός καθηλωμένη κατά μήκος του τοιχώματος ξύλινου πλοίου
4. μτφ. (για πρόσ.) πολύ αδύνατος και ισχνός άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. baccalare < ιταλ. baccalaro].