Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ο, η, τοάκλ.1. κυανός, σκούρος γαλάζιος, μπλάβος2. (το ουδ.) το μπλετο κυανό, το βαθυγάλαζο χρώμα3. φρ. «τον έκανε μπλε στο ξύλο» ή «τον έκανε μπλε από το ξύλο» — τον έδειρε πολύ, τὸν μελάνιασε στο ξύλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. bleu < φραγκικό blao].