μπλάβος

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -η
βαθυγάλαζος, βαθυκύανος, μπλε σκούρος («μπλάβα μάτια, πλάνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. blavo < μσν. λατ. blavus < αρχ. γερμ. blaw.