μυκητολόγος

Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, η
ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη τών μυκήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycologist (< μύκης «μύκητας» + -λόγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ε. Πονηρόπουλο].