ὁ,
A = μυοθήρας, Gloss.
ο (Α μυολόγος)μυοθήραςνεοελλ.επιστήμονας που ασχολείται με τη μελέτη της υφής, της δομής και της λειτουργίας του μυϊκού συστήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Το μυολόγος < μῦς, μυός «ποντικός» + -λόγος].