μυοθήρας

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠοθήρας Medium diacritics: μυοθήρας Low diacritics: μυοθήρας Capitals: ΜΥΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: myothḗras Transliteration B: myothēras Transliteration C: myothiras Beta Code: muoqh/ras

English (LSJ)

-ου, ὁ, mouse-catching snake, Arist.HA612b3, Sch.Nic.Th.490.

German (Pape)

[Seite 218] ὁ, Mäusefänger, Arist. H. A. 9, 6.

Russian (Dvoretsky)

μυοθήρᾱς: ου ὁ мышелов Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μυοθήρας: -ου, ὁ, ὁ συλλαμβάνων μῦς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 9.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυοθήρας) αυτός που κυνηγά ποντίκια («ὁ ἐν ταῖς οἰκίαις μυοθήρας ὄφις», Ευστ.)
νεοελλ.
φρ. «μυοθήρας κύων»
ζωολ. είδος λυκόμορφου κατοικίδιου σκύλου που κυνηγά τους ποντικούς και άλλα τρωκτικά
αρχ.
η μυάγρα, η ποντικοπαγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός, «ποντικός» + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσοθήρας.