μυριώνυμος

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ον,

   A of countless names, Ἶσις Plu.2.372f, OGI695 (Philae).

German (Pape)

[Seite 220] mit unzähligen Namen, Beiname der Isis bei Plut. Is. et Os. 53.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριώνῠμος: -ον, ὁ ἔχων ἀναρίθμητα ὀνόματα, Ἶσις Πλούτ. 2. 372Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 4713b, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux noms innombrables.
Étymologie: μυρίος, ὄνομα.

Spanish

de incontables nombres

Greek Monolingual

μυριώνυμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μύρια ονόματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. ετερ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].