ναγεύς

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

έως, ὁ, (νάσσω)

   A pestle, Tz.adHes.Op.421.

Greek Monolingual

ναυγεύς, ὁ (ΑΜ)
το γουδοχέρι, ο κόπανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ναγ- (πρβλ. νέ-ναγ-μαι, παθ. παρακμ. του ρ. νάσσω «συνθλίβω, πιέζω») + επίθημα -εύς (πρβλ. μαγ-εύς, σφαγ-εύς)].