μυρμηκοειδής

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ές,

   A like an ant, Hsch. s.v. σίφων; μ. ὁρᾶσθαι Cass Pr. 19.

German (Pape)

[Seite 220] ές, ameisenartig, voll Ameisen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μύρμηκας, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μυρμηκοειδής, -ές (ΑΜ)
αυτός που μοιάζει με μυρμήγκι, που είναι σαν μυρμήγκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος + -ειδής].