μυρμηκοειδής

From LSJ

Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches

Menander, Monostichoi, 166
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκοειδής Medium diacritics: μυρμηκοειδής Low diacritics: μυρμηκοειδής Capitals: ΜΥΡΜΗΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: myrmēkoeidḗs Transliteration B: myrmēkoeidēs Transliteration C: myrmikoeidis Beta Code: murmhkoeidh/s

English (LSJ)

μυρμηκοειδές, like an ant, Hsch. s.v. σίφων; μ. ὁρᾶσθαι Cass Pr. 19.

German (Pape)

[Seite 220] ές, ameisenartig, voll Ameisen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μύρμηκας, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μυρμηκοειδής, -ές (ΑΜ)
αυτός που μοιάζει με μυρμήγκι, που είναι σαν μυρμήγκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος + -ειδής].