μυρμηκοειδής
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
English (LSJ)
μυρμηκοειδές, like an ant, Hsch. s.v. σίφων; μ. ὁρᾶσθαι Cass Pr. 19.
German (Pape)
[Seite 220] ές, ameisenartig, voll Ameisen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μυρμηκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μύρμηκας, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μυρμηκοειδής, -ές (ΑΜ)
αυτός που μοιάζει με μυρμήγκι, που είναι σαν μυρμήγκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος + -ειδής].