μωμητός

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be blamed, A.Th. 508, Luc.Alex.3.    2 bringing disgrace, ἀστήρ Cat.Cod.Astr.2.163.

German (Pape)

[Seite 225] tadelnswerth, Aesch. Spt. 490 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μωμητός: -ή, -όν, ἄξιος ψόγου, ψεκτός, μεμπτός, Αἰσχύλ. Θήβ. 508.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
blâmable.
Étymologie: μωμάομαι.

Greek Monolingual

μωμητός, -ή, -όν (Α) μωμώμαι
1. αυτός που είναι άξιος ψόγου, μεμπτός, αξιοκατάκριτος
2. δυσμενής.