νάβλα

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ἡ,

   A a musical instrument of ten or (acc. to J.AJ7.12.3) of twelve strings, cj. in S.Fr.849, cf. LXX 1 Ki.10.5, al.:—also νάβλας, α, ὁ, Sopat.16, Philem.44, Str.10.3.17; cf. ναῦλον 1. (Semitic word, cf. Hebr. nēbel; Phoenician, acc. to Ath.4.175b.).    II dub. sens. in acc. τὸν νάβλα, OGI175.9 (Egypt, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 227] ἡ, = Folgdm, Soph. frg. 728, VLL.; Sp. auch ναῦλα.

Greek (Liddell-Scott)

νάβλα: ἡ, μουσικόν τι ὄργανον ἔχον δέκα ἢ (κατὰ Ἰώσηπον) δώδεκα χορδάς, Σοφ. Ἀποσπ. 728· καὶ νάβλας, ὁ, Φιλήμων ἐν «Μοιχῷ» 1 (ἔνθα τὸ νάβλας φαίνεται ὡς = τῷ ναβλιστής), Στράβ. 471· καλούμενον naulia, παρ’ Ovid. Ars Am. 3. 327. ― Ὁ παίζων τὴν νάβλαν καλεῖται ναβλιστής, οῦ, ὁ, Εὐφορίων παρ’ Ἀθην. 182Ε· ἐν Μανέθωνι 4. 185, ναβλιστοκτῠπεύς. ― Νεώτεροι τύποι τῆς λέξεως εἶναι: ναῦλα, ἡ, καὶ ναῦλον, τό, Βυζ. (Ἀναμφιβόλως ἦτο ὄργανον Φοινικικόν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Ἀθήν. 175D· πρβλ. τὸ Ἑβραϊκ. nevel, ὅπερ συχνάκις ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ψαλμοῖς μετὰ τοῦ kinnôr, καὶ τὸ Αἰγυπτ. nefer· πρβλ. ὡσαύτως βάρβιτος). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νάβλα· εἶδος ὀργάνου μουσικοῦ. ἢ ψαλτήριον. ἢ κιθάρα», καὶ «νάβλας· κιθαριστής, εἶδος ὀργάνου μουσικοῦ δυσηχοῦς. καὶ ναῦλον τὸ αὐτὸ ὄργανον».

Greek Monolingual

η (Α νάβλα και ναῡλα, ἡ, και νάβλας, ὁ)
είδος ψαλτηρίου, μουσικού οργάνου φοινικικής ή, κατ' άλλους, εβραϊκής προέλευσης, με δέκα ή δώδεκα χορδές («τὸ ὑδραυλικὸν τοῡτο ὄργανον τοῡ καλουμένου νάβλα, ὅv φησι Σώπατρος... Φοινίκων εἶναι καὶ τοῡτον εὕρημα», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νάβλας].