νακύριον

Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

τό, Dim. of νάκος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 228] τό, dim. von νάκος, Hesych., der auch die Form νάκυρον hat.

Greek Monolingual

νακύ(δ)ριον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) υποκορ. του νάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάκη / νάκος «δέρμα προβάτου» + υποκορ. κατάλ. -ύ(δ)ριον (πρβλ. λογ-ύδριον, μελ-ύδριον)].