τό, Dim. of νάκος, Hsch.
[Seite 228] τό, dim. von νάκος, Hesych., der auch die Form νάκυρον hat.
νακύ(δ)ριον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) υποκορ. του νάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάκη / νάκος «δέρμα προβάτου» + υποκορ. κατάλ. -ύ(δ)ριον (πρβλ. λογ-ύδριον, μελ-ύδριον)].