νεηλάτης

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (ναῦς)

   A rower, Id.

German (Pape)

[Seite 236] ὁ, Schiffstreiber (ἐλαύνω), Schiffslenker, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

νεηλάτης: [λᾰ], ου, ὁ, «ὁ ἰθύνων ἢ ἐλαύνων τὸ πλοῖον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νεηλάτης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἰθύνων ἢ ἐλαύνων τὴν ναῡν», ο κωπηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς «πλοίο» + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξ-ηλάτης, κωπηλάτης. Το -η- του τ. (αντί -ελάτης) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].