νεοστράτευτος

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A recruit, App.BC2.74.

German (Pape)

[Seite 245] neu im Kriegsdienst, den ersten Feldzug machend, tiro, App. B. C.

Greek (Liddell-Scott)

νεοστράτευτος: -ον, νεοσύλλεκτος στρατιώτης, ὁ πρώτην φορὰν στρατεύων, Λατ. tiro, Ἀππ Ἐμφ. 2. 74, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νεόλεκτος.

Greek Monolingual

νεοστράτευτος, -ον (Α)
αυτός που για πρώτη φορά πήρε μέρος σε εκστρατεία («νεοστρατεύτων καὶ ἀπειροπολέμων», Αππ.).