νευστός
English (LSJ)
ή, όν, (νέω A)
A = κολυμβάς, Luc. Lex.13.
Greek (Liddell-Scott)
νευστός: -ή, -όν, (νέω, νεύσομαι) = κολυμβάς, Λουκ. Λεξιφάν. 13.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui nage ; νευστὴ ἐλαία LUC olive qui nage (conservée) dans la saumure.
Étymologie: νέω².
Syn. κολυμβάς, φθινοπωρίς.
Greek Monolingual
-ή, -όν (Α νευστός, -ή, -όν)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το νευστό(ν)
όρος της οικολογίας που αναφέρεται σε μικρούς έως μεσαίου μεγέθους οργανισμούς που ζουν επάνω στην επιφάνεια ή είναι συνδεδεμένοι με την κάτω επιφάνεια του επιφανειακού υμενίου ήρεμων νερών
αρχ.
φρ. «νευστὴ ἐλαία» — η ελιά που διατηρείται στην άλμη, η κολυμπάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νευσ- του νέω (Ι) «κολυμπώ» + επίθημα -τός].