ονειροκρίτης

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (Α ὀνειροκρίτης και δωρ. τ. ὀνειροκρίτας, θηλ. ὀνειροκρίτις)
αυτός που ερμηνεύει, που εξηγεί τα όνειρα
νεοελλ.
έντυπο στο οποίο δίνονται με αλφαβητική σειρά οι ερμηνείες διαφόρων ονείρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κρίτης (< κρίνω), πρβλ. αιμοτο-κρίτης].