νυγμή

Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ἡ, = sq., Plu.Ant.86.    2 dot, in punctuation, Dosith.p.380 K.

Greek (Liddell-Scott)

νυγμή: ἡ, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Ἀντών. 86. 2) Καθ’ Ἡσύχ.: «νυγμή. κέντρον».

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
piqûre.
Étymologie: νύσσω.

Greek Monolingual

νυγμή, ἡ (Α)
1. νυγμός
2. (στη στίξη) η στιγμή, η τελεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ- (πρβλ. παθ. αόρ. ἐνύγ-ην) του νύσσω «κεντώ» + κατάλ. -μη].