στίξη
From LSJ
Greek Monolingual
η / στίξις, -εως, ΝΑ στίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του στίζω, η δημιουργία στιγμάτων
2. ο στιγματισμός με αιχμηρό και οξύ όργανο
3. γραμμ. ο χωρισμός του γραπτού λόγου σε επιμέρους ενότητες, περιόδους, κώλα, προτάσεις, που γίνεται από τον γράφοντα, με βάση ειδικό σύστημα γραπτών σημείων
νεοελλ.
1. δερματοστιξία, τατουάζ
2. φρ. «σημεία στίξης» — γραπτά σημεία που χρησιμοποιούνται για τον σχολιασμό και τη διαίρεση του γραπτού λόγου σε επιμέρους ενότητες
αρχ.
μουσ. σημείωση μουσικών φθόγγων.