πέσκος

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

τό,

   A = πέκος, skin, rind, Nic.Th.549 ; hide, Hsch., Phot. (Acc. to A.D.Synt.8.21 by transpos. from σκέπω.)

German (Pape)

[Seite 603] τό, = πέκος, Fell, Haut, Rinde, Nic. Ther. 549. Nach den alten Gramm. durch Buchstabenumstellung von σκέπω.

Greek (Liddell-Scott)

πέσκος: τό, = πέκος, δέρμα, δορά, φλοιός, Νικ. Θηρ. 549. - (Κατὰ τοὺς παλαιοὺς Γραμματ. κατὰ μετάθεσιν γραμμάτων ἐκ τοῦ σκέπω).

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. φλοιός
2. δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί με αναγραμματισμό τών συμφώνων από το ρ. σκέπω. Κατ' άλλη, νεώτερη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. πέκος «δέρμα, περίβλημα» με επίδραση του τ. μέσκος, ενώ κατ' άλλους από τη λ. πέλμα.