παλαιόφρων

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A with the wisdom of age, A.Eu.838, Supp.593 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 445] altklug, Aesch. Suppl. 588, vgl. Eum. 802.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας γέροντος, φρόνιμος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 838, Ἱκέτ. 593.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
dont l’esprit n’est pas novice, expert, expérimenté.
Étymologie: παλαιός, φρήν.

Greek Monolingual

παλαιόφρων, -ονος, ό, ἡ (Α)
αυτός που σκέπτεται ώριμα σαν γέρος, που είναι σώφρων, μυαλωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].