περιθρύπτω

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

and περι-θρύβω (D.S.3.51),

   A rub or pound in pieces, l.c. (Pass.); τὰ περιθρύπτοντα τὴν ψυχήν Ph.1.501; περιθρυφθείς Id.2.527.

German (Pape)

[Seite 577] (s. θρύπτω), rings herum zerreiben, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

περιθρύπτω: τρίβωκοπανίζω εἰς τεμάχια, Διόδ. 3. 51, Wessel. (oἱ κώδικ. περιθρύβεσθαι)· τὰ περιθρύπτοντα τὴν ψυχὴν Φίλων 1.501· περιθρυφθεὶς ὁ αὐτ. 2. 527.

Greek Monolingual

Α
κατακερματίζω, κομματιάζω από παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θρύπτω «θραύω, συντρίβω, κομματιάζω»].