[Seite 604] = πετάννυμι, scheint ein ganz ungebr., nur von Gramm. zu dem fut. πετάσω gemachtes praes. zu sein.
πετάζω: πετάννυμι· καὶ πέτακνον, = πέταχνον, Ἡσύχ.
Απετώ, μετακινούμαι από τόπο σε τόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του πετάννυμι, κατά τα ρ. σε -ζω].