το, Ν ποδάρι1. μικρό πόδι2. (θωπ.) χαριτωμένο ή αγαπημένο πόδι3. πληθ. τα ποδαράκιαπόδια προβάτων και γιδιών κομμένα από την τελευταία άρθρωση, γδαρμένα και καθαρισμένα.