ποθέσπερος
English (LSJ)
A v. προσέσπερος.
German (Pape)
[Seite 644] dor. statt προσέσπερος; τὰ ποθέσπερα, als adv., gegen Abend, Abends, Theocr. 4, 3. 8, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ποθέσπερος: -ον, Δωρ. ἀντὶ προσέσπερος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) προσέσπερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί «προς» με αποκοπή) + ἑσπέρα (πρβλ. αν-έσπερος, εφ-έσπερος), με τροπή του -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].