ποθέσπερος

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

   A v. προσέσπερος.

German (Pape)

[Seite 644] dor. statt προσέσπερος; τὰ ποθέσπερα, als adv., gegen Abend, Abends, Theocr. 4, 3. 8, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ποθέσπερος: -ον, Δωρ. ἀντὶ προσέσπερος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) προσέσπερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί «προς» με αποκοπή) + ἑσπέρα (πρβλ. αν-έσπερος, εφ-έσπερος), με τροπή του -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].