προσέσπερος
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
Dor. ποθέσπερος, ον, towards evening ; neut. pl. τὰ ποθέσπερα, as adverb, Theoc. 4.3, 5.113. = προσεσπέριος (towards the west, western), St.Byz. s.v. Ἀντιγόνεια.
German (Pape)
[Seite 763] dor. ποθέσπερος, = Vorigem; τὰ ποθέσπερα, als adv., gegen Abend, Theocr. 4, 3. 5, 113.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 occidental;
2 du soir.
Étymologie: πρός, ἕσπερος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσέσπερος -ον, Dor. ποθέσπερος [πρός, ἑσπέρα] tegen de avond, ‘s avonds; n. plur. adv.. τὰ ποθέσπερα tegen de avond Theocr. Id. 4.3.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, και δωρ. τ. ποθέσπερος Α
1. ο προσεσπέριος
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) τὰ ποθέσπερα
προς το βράδυ, αργά το απόγευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -έσπερος (< ἑσπέρα)].
Greek Monotonic
προσέσπερος: Δωρ. ποθέσπερος, -ον, = το επόμ.· τὰ ποθέσπερα, ως επίρρ., προς το απόγευμα, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
προσέσπερος: Δωρ. ποθέσπερος, ον, = τῷ προηγ.· τὰ ποθέσπερα ὡς ἐπίρρ., πρὸς τὴν ἑσπέραν, Θεόκρ. 4. 3., 5. 113· ― πρβλ. προσεῷος. ΙΙ. = προσεσπέριος, Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Ἀντιγόνεια.
Middle Liddell
προσ-έσπερος, δοριξ ποθέσπερος, ον,
= προσ-εσπέριος: τὰ ποθέσπερα, as adv. towards evening, Theocr.