ποθέσπερος
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
v. προσέσπερος.
German (Pape)
[Seite 644] dor. statt προσέσπερος; τὰ ποθέσπερα, als adv., gegen Abend, Abends, Theocr. 4, 3. 8, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ποθέσπερος: -ον, Δωρ. ἀντὶ προσέσπερος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) προσέσπερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί «προς» με αποκοπή) + ἑσπέρα (πρβλ. ανέσπερος, εφέσπερος), με τροπή του -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].
Greek Monotonic
ποθέσπερος: -ον, Δωρ. αντί προσέσπερος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποθέσπερος zie προσέσπερος.