πολύλυπος

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A gloss on πολύπονος, Sch.E.Hec.721.

German (Pape)

[Seite 665] trauerreich, Schol. Eur.

Greek (Liddell-Scott)

πολύλῡπος: -ον, ὁ πολλὰς λύπας ἔχων, Γλωσσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 705, ἔκδ. Matth.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλές λύπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -λυπος (< λύπη), πρβλ. βαρύ-λυπος].