πολύλυπος
From LSJ
English (LSJ)
πολύλυπον, Glossaria on πολύπονος, Sch.E.Hec.721.
German (Pape)
[Seite 665] trauerreich, Schol. Eur.
Greek (Liddell-Scott)
πολύλῡπος: -ον, ὁ πολλὰς λύπας ἔχων, Γλωσσ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 705, ἔκδ. Matth.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλές λύπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -λυπος (< λύπη), πρβλ. βαρύ-λυπος].