πολύπονος
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
English (LSJ)
πολύπονον, of men,
A much-labouring, much-suffering, as a general epithet of mankind, πολύπονοι ἄνδρες Pi.N.1.33; βροτοί A.Supp.382 (lyr.), E.Or.175 (lyr.), etc.; πολυπονωτάτη βροτῶν Id.Hec. 722, cf. Ar.Th.1023 codd.; laborious, Puchstein Epigr.Gr.p.7.
2 of things, painful, toilsome, δόρυ A.Pers.320; [τόξα] S.Ph.777; αἰκία Id.El.515 (lyr.); ἀνάγκαι E.Or.1011 (lyr.); νοῦσος Hp.Aff.23; κρυπτεία πολύπονος πρὸς τὰς καρτερήσεις Pl.Lg.633b; δι' ἐμὸν ὄνομα πολύπονον (i.e. Helen's) E.Hel.199 (lyr.). Adv. πολυπόνως Plu.Alex.63, Phalar.Ep.34.
German (Pape)
[Seite 669] viel Arbeit, Mühe verursachend; δόρυ, Aesch. Pers. 312; viel Mühe, Arbeit habend, ἰὼ πάντων πολυπονώτατοι, Spt. 991; βροτοί, Suppl. 377; ἄνδρες, Pind. N. 1, 33; βροτοί, Eur. Or. 176, oft; auch πάθεα, 1500; Soph. Phil. 766; Ar. Thesm. 1023; u. in Prosa, Plat. Legg. I, 633 b; στρατηγία, Plut. Timol. 36. – Adv., Plut. Cat. mai. 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui cause beaucoup de peines;
2 qui supporte beaucoup de peines ou de fatigues;
Sp. πολυπονώτατος.
Étymologie: πολύς, πόνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύπονος -ον [πολύς, πόνος] van pers. ploeterend, hard werkend:; πολύπονοι βροτοί ploeterende stervelingen Aeschl. Suppl. 382; adv. πολυπόνως = met veel inspanning. van zaken ellende veroorzakend, inspanning kostend:. πολύπονον δόρυ = de speer die veel ellende brengt Aeschl. Pers. 320.
Russian (Dvoretsky)
πολύπονος:
1 многотрудный, весьма тяжелый (ἱππεία Soph.; ἀγωγή, στρατηγία Plut.);
2 многострадальный, удрученный скорбями (ἄνδρες Pind.; βροτοί Aesch.);
3 жестокий, мучительный (αἰκία Soph.; ἀνάγκαι Eur.);
4 роковой, губительный (δόρυ Aesch.; τόξα Soph.; ὄνομα, sc. τῆς Ἑλένης Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύπονος: -ον, ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ πολὺ ἐργαζόμενος, πολὺ μοχθῶν, πολλὰ πάσχων, ὡς καθολικὸν ἐπίθ. τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, π ἄνδρες, βροτοὶ Πινδ. Ν. 1. 50, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 382, Εὐρ. Ὀρ. 175, κλ.· πολυπονωτάτη βροτῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβ. 722, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 1023. 2) καθόλου, ἐπὶ πραγμάτων ὁ πλήρης πόνου καὶ παθημάτων, ὀδυνηρός, κοπώδης, δόρυ Αἰσχύλ. Πέρσ. 320· τόξα Σοφ. Φ. 777· ἱππεία ὁ αὐτ. Ἠλ. 515· ἀνάγκαι Εὐρ. Ὀρ. 1011· κρυπτεία π. πρὸς τὰς καρτερήσεις Πλάτ. Νόμ. 633Β· δι’ ἐμὸν ὄνομα πολ. (δηλ. τῆς Ἑλένης) Εὐρ. Ἑλ. 199. Ἐπίρρ. -νως, Πλουτ. Ἀλέξ. 63, κτλ.
English (Slater)
πολῠπονος much enduring κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν (N. 1.33)
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που καταβάλλει πολύ μόχθο, που εργάζεται σκληρά
2. (για πράγμ.) αυτός που απαιτεί πολύ κόπο για την κατασκευή ή τον χειρισμό του.
επίρρ...
πολυπόνως ΜΑ
με πολύ κόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πόνος (πρβλ. ολιγόπονος)].
Greek Monotonic
πολύπονος: -ον, 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που αγωνίζεται πολύ, εξαιρετικά ταλαιπωρημένος, σε Πίνδ., Ευρ.
2. λέγεται για πράγματα, γεμάτος από πόνο και συμφορές, οδυνηρός, επίπονος, σε Τραγ.· επίρρ. -νως.
Middle Liddell
πολύ-πονος, ον,
1. of men, much-labouring, much-suffering, Pind., Eur.
2. of things, full of pain and suffering, painful, toilsome, Trag. adv. -νως.
English (Woodhouse)
busy, dismal, dreary, painful, troublesome
Translations
toilsome
Bulgarian: тежък, уморителен, труден, напрегнат; Catalan: laboriós; Czech: pracný; Dutch: bewerkelijk, arbeidsintensief, laborieus; Faroese: stríggin, strævin, striltin, tungur; French: laborieux; German: arbeitsintensiv, mühselig, mühsam, anstrengend, schwer; Ancient Greek: ἀτμένιος, βαρύμοχθος, διάπονος, δυσπονής, δύσπονος, ἔμμοχθος, ἔμπονος, ἐπίμοχθος, ἐπίπονος, εὔπονος, καματηρός, καματῶδες, καματώδης, μογερός, ὀιζυρός, ὀϊζυρός, πολύμοχθος, πολύπονος, πονηρός, πονικός, πονόεις, ταλαπενθής, φιλόπονος; Irish: saothrach; Italian: laborioso; Latin: laboriosus; Old English: earfoþe; Polish: pracochłonny, mozolny; Portuguese: laborioso, trabalhoso; Romanian: laborios; Russian: трудоёмкий, трудный, тяжёлый, напряжённый, утомительный; Spanish: laborioso; Swedish: mödosam, tung