οκνά

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
είδος ξανθής φυτικής βαφής, ο κινάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προήλθε πιθ. από συνεκφορά του άρθρου ο με τη λ. κνας, άλλο τ. της λ. κινάς, ο «κόκκινη βαφή»].