A v. παραβολ-.
[Seite 473] = παραβολεύομαι, N. T. u. Sp.
παραβουλεύομαι: ἴδε παραβολ-.
from παρά and the middle voice of βουλεύω; to misconsult, i.e. disregard: not (to) regard(-ing).
Α(δ. γρφ.) βλ. παραβολευομαι.