ὀρθολογία

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ἡ,

   A correctness of language, Pl.Sph.239b.

German (Pape)

[Seite 375] ἡ, das richtige Reden, Plat. Soph. 239 b, περί τι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθολογία: ἡ, ὀρθότης λόγου, Πλάτ. Σοφιστ. 239Β.

Greek Monolingual

η (Α ὀρθολογία)
το να εκφράζεται κάποιος σωστά, ορθοέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -λογία].