ὀρυκτήρ

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A miner, Zeno Stoic.1.30 (pl.).

German (Pape)

[Seite 388] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρυκτήρ: -ῆρος, ὁ, = τῷ ὀρύκτης Ι, Φίλων 2. 619, κτλ. ΙΙ. = ὄρυξ Ι, Βυζ.

Greek Monolingual

ὀρυκτήρ, -ῆρος, ὁ, Μ θηλ. ὀρυκτρίς (Α)
εργάτης ορυχείου, μεταλλωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα -τήρ / -τρίς (πρβλ. πρακ-τήρ)].