ὀρυκτήρ

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρυκτήρ Medium diacritics: ὀρυκτήρ Low diacritics: ορυκτήρ Capitals: ΟΡΥΚΤΗΡ
Transliteration A: oryktḗr Transliteration B: oryktēr Transliteration C: oryktir Beta Code: o)rukth/r

English (LSJ)

ὀρυκτῆρος, ὁ, miner, Zeno Stoic.1.30 (pl.).

German (Pape)

[Seite 388] ῆρος, ὁ, = Folgdm, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρυκτήρ: -ῆρος, ὁ, = τῷ ὀρύκτης Ι, Φίλων 2. 619, κτλ. ΙΙ. = ὄρυξ Ι, Βυζ.

Greek Monolingual

ὀρυκτήρ, -ῆρος, ὁ, Μ θηλ. ὀρυκτρίς (Α)
εργάτης ορυχείου, μεταλλωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρύσσω + επίθημα -τήρ / -τρίς (πρβλ. πρακτήρ)].