νυχτοπερπατητής

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο νυχτοπερπατώ
1.αυτός που περιφέρεται κατά τη νύχτα
2. αυτός που περνά τις νύχτες έξω από το σπίτι, συνήθως διασκεδάζοντας ή κάνοντας παράνομη ζωή.