νυχαῖος

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

α, ον,=νύχιος, Theognost.Can.52.

Greek Monolingual

νυχαῑος, -αία, -ον (Μ)
σκοτεινός σαν τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επί θ. εμφανίζει το θ. νυχ με δασύ σύμφωνο του νύξ, νυκτός (βλ. λ. νύχτα) + κατάλ. -αῖος (πρβλ. τελευταίος)].