Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
Full diacritics: νῠχαῖος | Medium diacritics: νυχαῖος | Low diacritics: νυχαίος | Capitals: ΝΥΧΑΙΟΣ |
Transliteration A: nychaîos | Transliteration B: nychaios | Transliteration C: nychaios | Beta Code: nuxai=os |
α, ον, = νύχιος, Theognost.Can.52.
νυχαῖος, -αία, -ον (Μ)
σκοτεινός σαν τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επί θ. εμφανίζει το θ. νυχ με δασύ σύμφωνο του νύξ, νυκτός (βλ. λ. νύχτα) + κατάλ. -αῖος (πρβλ. τελευταίος)].