νυχαῖος

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῠχαῖος Medium diacritics: νυχαῖος Low diacritics: νυχαίος Capitals: ΝΥΧΑΙΟΣ
Transliteration A: nychaîos Transliteration B: nychaios Transliteration C: nychaios Beta Code: nuxai=os

English (LSJ)

α, ον, = νύχιος, Theognost.Can.52.

Greek Monolingual

νυχαῖος, -αία, -ον (Μ)
σκοτεινός σαν τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επί θ. εμφανίζει το θ. νυχ με δασύ σύμφωνο του νύξ, νυκτός (βλ. λ. νύχτα) + κατάλ. -αῖος (πρβλ. τελευταίος)].